- πάρε δώσε
- τοή τα συναλλαγές, στενές σχέσεις, οικειότητες: Οι δυο τους έχουν πολλά πάρε δώσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλισβερίσι — και αλισιβερίσι και αλισφερίσι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία, δούναι και λαβείν, νταραβέρι 2. ερωτικό πάρε δώσε, ερωτική σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alisveris «πάρε δώσε». ΠΑΡ. νεοελλ. αλισβερίζομαι] … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
μότο — (I) μουσ. όρος που σημαίνει «με κίνηση» συνδυάζεται συνήθως με όρους τής ρυθμικής αγωγής και προτείνει μια περισσότερο γοργή κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moto < ιταλ. moto < λατ. motus «κίνηση» < movēre… … Dictionary of Greek